- επτάφωνος
- -η, -ο (AM ἑπτάφωνος, -ον)μσν.- νεοελλ.φρ. «ἑπτάφωνος ἦχος», «ἑπτάφωνος βαρύς», «ἑπτάφωνος πλάγιος του τετάρτου» — κλάδος ήχου που αρχίζει από την άνω αντιφωνία τής βάσης του και καταλήγει στην κάτωαρχ.φρ. «ἑπτάφωνος στοά» — στοά στην αρχαία Ολυμπία με επταπλή ηχώ.
Dictionary of Greek. 2013.